- προαριστίδιος
- προαριστίδιοςbefore breakfastmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαριστίδιος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το πρόγευμα ή το γεύμα 2. φρ. «προαριστίδιος πλοῡς» ο πλους που γινόταν πριν από το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄριστον «μεσημβρινό φαγητό, πρόγευμα* + κατάλ. ίδιος] … Dictionary of Greek
προαριστιδίου — προαριστίδιος before breakfast masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)